Χερσώνα

Χερσώνα
Πόλη, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (28.500 τ. χλμ., 1.240.000 κάτ.) της Ουκρανίας. Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του Δνείπερου και ο πληθυσμός της ξεπερνά τις 355.000. Ιδρύθηκε από τον ευνοούμενο της αυτοκράτειρας Αικατερίνης πρίγκιπα Ποτέμκιν στη θέση αρχαίας ελληνικής αποικίας (1778). Συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και είναι κέντρο εξαγωγής ξυλείας και σιτηρών, με ναυπηγεία, βιομηχανία κατεργασίας τροφίμων και υφαντουργεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαβρενιόφ, Μπόρις Αντρέγεβιτς — (Χερσώνα 1891 – Μόσχα 1959). Ρώσος συγγραφέας και δραματουργός. Φοίτησε στη νομική σχολή της Μόσχας, ενώ το 1911 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα και το 1924 το πρώτο του διήγημα. Παράλληλα με τις πνευματικές του ενασχολήσεις συμμετείχε στον Α’… …   Dictionary of Greek

  • Βαρδάνιος ή Φιλιππικός — (περ. 670 ;). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 713) και γιος του πατρικίου Νικηφόρου. Κατά τον Θεοφάνη, γεννήθηκε περίπου το 670 και ήταν εξελληνισμένος Αρμένιος, που πήρε το ελληνικό όνομα Φιλιππικός. Ενώ όμως έγινε ορθόδοξος, στη συνείδησή του… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

  • αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… …   Dictionary of Greek

  • καραμπίνας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν πλούσιος μεγαλέμπορος, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι. Εκεί συνεργάστηκε με τον ηγεμόνα Καρατζά για την ίδρυση σχολείων. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Δνείπερος — (ρωσ. Dnepr, ουκραν. Dnipro). Ποταμός (2.201 χλμ.) της ανατολικής Ευρώπης, ο τέταρτος σε μήκος στην Ευρώπη μετά τον Βόλγα, τον Δούναβη και τον Ουράλη και ο τρίτος από πλευράς λεκάνης απορροής (504.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από το οροπέδιο Βαλντάι της …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλεωνάς — (7ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός αυτοκράτορας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ηράκλειου, από τη δεύτερη γυναίκα του, Μαρτίνη. Στέφθηκε βασιλιάς το 638 από τον πατέρα του, μετά τον θάνατο του οποίου βασίλευσε μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του,… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή των Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (3ος αι.). Τη συνέλαβαν και για να την τιμωρήσουν την έκλεισαν σε πορνείο. Δραπέτευσε με τη βοήθεια του στρατιωτικού άρχοντα Διδύμου …   Dictionary of Greek

  • Κώνστας — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Δυτικού και του Ανατολικού (Βυζάντιο) κράτους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’ (Flavius Julius Constans, 323 – 350). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (337 350). Ήταν ο μικρότερος γιος του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”